σκύτινος
σκῡ/τ-ῐνος, η, ον,
A). leathern, made of leather, μάστιξ ; 21.10 ἀναξυρίδες, ἐσθής, σκευή, , 1.71 4.189 , 7.71 ; πλοῖα ; 1.194 ἁμαξίδες Nu. 880 ; χύτρα ; 29 ὑποκεφάλαιον Art. 30 ; κράνη An. 5.4.13 ; σκύτινον καθειμένον a leathern phallus, Nu. 538 ( v.l. -ίον ); so σκυτίνη ἐπικουρία Lys. 110 ; a phrase which is used by Strattis ( Fr. 54 ) to denote the feebleness of Sannyrio; prob. both writers meant to pun upon the proverb συκίνη ἐπικουρία, v. σύκινος .
2). metaph., of skin and bone, gannt, ς. δαιμόνια AP 11.361 ( ).