Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκυτάλωσις
σκυταλωτός
σκυτάριον
σκυτεία
σκυτεῖον
σκυτεύς
σκύτευσις
σκυτεύτρια
σκυτεύω
σκύτη
σκυτίζω
σκυτικός
σκύτινος
σκυτίον
σκυτίς
σκυτοβραχίων
σκυτοβυρσεύς
σκυτοδεψέω
σκυτοδέψης
σκυτοδεψικός
σκυτοκόλεος
View word page
σκυτίζω
σκυτίζω,= σπαράττω, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκυτίζω
Headword (normalized):
σκυτίζω
Headword (normalized/stripped):
σκυτιζω
IDX:
95359
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95360
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκυτίζω</span>,= <span class="foreign greek">σπαράττω</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}