Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκυσμός
σκυτάλη
σκυταληφορέω
σκυρφόρος
σκυταλίας
σκυτάλιον
σκυταλίς
σκυταλισμός
σκύταλον
σκυταλόω
σκυτάλωσις
σκυταλωτός
σκυτάριον
σκυτεία
σκυτεῖον
σκυτεύς
σκύτευσις
σκυτεύτρια
σκυτεύω
σκύτη
σκυτίζω
View word page
σκυτάλωσις
σκῠτᾰ/λ-ωσις, εως, ,= ῥάβδωσις, prob. in IG 4.742.3 (Troezen).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκυτάλωσις
Headword (normalized):
σκυτάλωσις
Headword (normalized/stripped):
σκυταλωσις
IDX:
95349
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95350
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκῠτᾰ/λ-ωσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>,= <span class="foreign greek">ῥάβδωσις</span>, prob. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 4.742.3 </span> (Troezen).</div><br><br>'}