Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκύρβια
σκύρον
σκυρόομαι
σκῦρος
σκυρώδης
σκυρωτός
Σκῦρος
σκυσμός
σκυτάλη
σκυταληφορέω
σκυρφόρος
σκυταλίας
σκυτάλιον
σκυταλίς
σκυταλισμός
σκύταλον
σκυταλόω
σκυτάλωσις
σκυταλωτός
σκυτάριον
σκυτεία
View word page
σκυρφόρος
σκυρ-φόρος, ον, Id. 16.4.17 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκυρφόρος
Headword (normalized):
σκυρφόρος
Headword (normalized/stripped):
σκυρφορος
IDX:
95342
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95343
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκυρ-φόρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0099.tlg001.perseus-grc1:16:4:17" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0099.tlg001.perseus-grc1:16:4:17/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Id.</span> 16.4.17 </a>.</div><br><br>'}