Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκυλοφόρος
σκυλοχαρής
σκυλόω
σκυλτικός
σκυμναγωγέω
σκύμνειος
σκυμνεύω
σκυμνίον
σκύμνος
σκυμνοτοκέω
σκυνίζει
σκύνιον
σκυξιφόν
σκύπφειος
σκυράω
σκύρβια
σκύρον
σκυρόομαι
σκῦρος
σκυρώδης
σκυρωτός
View word page
σκυνίζει
σκυνίζει· λακτίζει, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκυνίζει
Headword (normalized):
σκυνίζει
Headword (normalized/stripped):
σκυνιζει
IDX:
95327
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95328
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκυνίζει·</span> <span class="foreign greek">λακτίζει</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}