Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκυλευτής
σκυλευτικός
σκυλεύω
σκυλήτρια
σκυληφόρος
σκύλιον
Σκύλιος
Σκύλλᾰ
Σκυλλανίς
σκύλλαρος
σκυλλίς
Σκυλλίτας
σκυλλοπνίκτης
σκύλλος
σκύλλω
σκύλμα
σκυλμός
σκυλμώδης
σκυλοδεψέω
σκυλοδέψης
σκυλόδεψος
View word page
σκυλλίς
σκυλλίς· κληματίς, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκυλλίς
Headword (normalized):
σκυλλίς
Headword (normalized/stripped):
σκυλλις
IDX:
95304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95305
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκυλλίς·</span> <span class="foreign greek">κληματίς</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}