Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκυλευμός
σκύλευσις
σκυλευτής
σκυλευτικός
σκυλεύω
σκυλήτρια
σκυληφόρος
σκύλιον
Σκύλιος
Σκύλλᾰ
Σκυλλανίς
σκύλλαρος
σκυλλίς
Σκυλλίτας
σκυλλοπνίκτης
σκύλλος
σκύλλω
σκύλμα
σκυλμός
σκυλμώδης
σκυλοδεψέω
View word page
Σκυλλανίς
Σκυλλανίς· ἡ πολεμική, ἴσως ἀπὸ τοῦ σκυλεύειν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Σκυλλανίς
Headword (normalized):
σκυλλανίς
Headword (normalized/stripped):
σκυλλανις
IDX:
95302
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95303
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Σκυλλανίς·</span> <span class="foreign greek">ἡ πολεμική, ἴσως ἀπὸ τοῦ σκυλεύειν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}