Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκύλαξ
σκυλάω
σκυλεία
σκύλευμα
σκυλευμός
σκύλευσις
σκυλευτής
σκυλευτικός
σκυλεύω
σκυλήτρια
σκυληφόρος
σκύλιον
Σκύλιος
Σκύλλᾰ
Σκυλλανίς
σκύλλαρος
σκυλλίς
Σκυλλίτας
σκυλλοπνίκτης
σκύλλος
σκύλλω
View word page
σκυληφόρος
σκῡλ-ηφόρος, ον, poet. for σκυλοφόρος, AP 9.428 (Antip. Thess.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκυληφόρος
Headword (normalized):
σκυληφόρος
Headword (normalized/stripped):
σκυληφορος
IDX:
95298
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95299
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκῡλ-ηφόρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, poet. for <span class="foreign greek">σκυλοφόρος</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 9.428 </span> (Antip. Thess.).</div><br><br>'}