Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκυλακοτροφικός
σκυλακότροφος
σκυλακώδης
σκύλαξ
σκυλάω
σκυλεία
σκύλευμα
σκυλευμός
σκύλευσις
σκυλευτής
σκυλευτικός
σκυλεύω
σκυλήτρια
σκυληφόρος
σκύλιον
Σκύλιος
Σκύλλᾰ
Σκυλλανίς
σκύλλαρος
σκυλλίς
Σκυλλίτας
View word page
σκυλευτικός
σκῡλ-ευτικός, , όν,
A). stripping a slain enemy, Ἀθηνᾶ Tz.ad Lyc. 853 .


ShortDef

stripping a slain enemy

Debugging

Headword:
σκυλευτικός
Headword (normalized):
σκυλευτικός
Headword (normalized/stripped):
σκυλευτικος
IDX:
95295
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95296
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκῡλ-ευτικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">stripping a slain enemy</span>, <span class="foreign greek">Ἀθηνᾶ</span> Tz.ad <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 853 </span>.</div> </div><br><br>'}