Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκυλακοδρόμος
σκυλακοκτόνος
σκυλακοτροφία
σκυλακοτροφικός
σκυλακότροφος
σκυλακώδης
σκύλαξ
σκυλάω
σκυλεία
σκύλευμα
σκυλευμός
σκύλευσις
σκυλευτής
σκυλευτικός
σκυλεύω
σκυλήτρια
σκυληφόρος
σκύλιον
Σκύλιος
Σκύλλᾰ
Σκυλλανίς
View word page
σκυλευμός
σκῡλ-ευμός, , = sq., Eust. 1080.32 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκυλευμός
Headword (normalized):
σκυλευμός
Headword (normalized/stripped):
σκυλευμος
IDX:
95292
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95293
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκῡλ-ευμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, = sq., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1080:32" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1080.32/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 1080.32 </a>.</div><br><br>'}