Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκύθος
Σκυθοτοξότης
σκυθράζω
σκύθραξ
σκυθρός
σκυθρωπάζω
σκυθρωπασμός
σκυθρωπός
σκυθρωπότης
σκυλαδέψης
σκυλαίας
σκυλακαγέτις
σκυλάκαινα
σκυλακεία
σκυλάκειος
σκυλάκευμα
σκυλακεύς
σκυλακευτής
σκυλακευτικός
σκυλακεύω
σκυλάκη
View word page
σκυλαίας
σκυλαίας· τὰ σκῦλα καὶ λάφυρα, οἱ δὲ τὰς πανοπλίας, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκυλαίας
Headword (normalized):
σκυλαίας
Headword (normalized/stripped):
σκυλαιας
IDX:
95269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95270
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκυλαίας·</span> <span class="foreign greek">τὰ σκῦλα καὶ λάφυρα, οἱ δὲ τὰς πανοπλίας</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}