Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκυθόπομα
σκύθος
Σκυθοτοξότης
σκυθράζω
σκύθραξ
σκυθρός
σκυθρωπάζω
σκυθρωπασμός
σκυθρωπός
σκυθρωπότης
σκυλαδέψης
σκυλαίας
σκυλακαγέτις
σκυλάκαινα
σκυλακεία
σκυλάκειος
σκυλάκευμα
σκυλακεύς
σκυλακευτής
σκυλακευτικός
σκυλακεύω
View word page
σκυλαδέψης
σκῠλᾰδέψης, ου, or σκύθρωπ-ος, ,= σκυλοδέψης, Eust. 450.6 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκυλαδέψης
Headword (normalized):
σκυλαδέψης
Headword (normalized/stripped):
σκυλαδεψης
IDX:
95268
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95269
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκῠλᾰδέψης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, or <span class="orth greek">σκύθρωπ-ος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>,= <span class="foreign greek">σκυλοδέψης</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:450:6" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:450.6/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 450.6 </a>.</div><br><br>'}