Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Σκυθία
Σκυθίζω
Σκυθικός
Σκύθιον
Σκυθισμός
Σκυθιστί
σκυθόπομα
σκύθος
Σκυθοτοξότης
σκυθράζω
σκύθραξ
σκυθρός
σκυθρωπάζω
σκυθρωπασμός
σκυθρωπός
σκυθρωπότης
σκυλαδέψης
σκυλαίας
σκυλακαγέτις
σκυλάκαινα
σκυλακεία
View word page
σκύθραξ
σκύθραξ· μεῖραξ, ἔφηβος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκύθραξ
Headword (normalized):
σκύθραξ
Headword (normalized/stripped):
σκυθραξ
IDX:
95262
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95263
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκύθραξ·</span> <span class="foreign greek">μεῖραξ, ἔφηβος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}