Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σκύζομαι
Σκύθαινᾰ
Σκυθάριον
Σκύθης
Σκυθία
Σκυθίζω
Σκυθικός
Σκύθιον
Σκυθισμός
Σκυθιστί
σκυθόπομα
σκύθος
Σκυθοτοξότης
σκυθράζω
σκύθραξ
σκυθρός
σκυθρωπάζω
σκυθρωπασμός
σκυθρωπός
σκυθρωπότης
σκυλαδέψης
View word page
σκυθόπομα
σκυθόπομα
,
ατος
,
τό
,=
βούγλωσσος
,
Cyran.
104
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σκυθόπομα
Headword (normalized):
σκυθόπομα
Headword (normalized/stripped):
σκυθοπομα
IDX:
95258
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95259
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκυθόπομα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>,= <span class="foreign greek">βούγλωσσος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Cyran.</span> 104 </span>.</div><br><br>'}