σκύζομαι, Ep., used mostly in pres.: impf.
ἐσκύζοντο, σκύζοντο,
Q.S. 3.133 ,
5.338 : Ep. aor. opt.
σκύσσαιτο (
ἐπι-)
Od. 7.306 :—
A). to be angry with one,
σκυζομένη Διὶ πατρί Il. 4.23 ;
σκύζεσθαί οἱ εἰπὲ θεούς 24.113 ;
μή μοι σκύζευ Od. 23.209 : abs.,
to be wroth,
οὔ σευ ἔγωγε σκυζομένης ἀλέγω Il. 8.483 , cf.
9.198 . (Cf.
σκυδ-μαίνω and prob.
σκυθρός.)