Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκουτλάριος
σκουτλόω
σκούτλωσις
σκουτουλᾶτος
σκριβλίτης
σκρινιάριος
σκρίνιον
σκύβα
σκυβαλίζω
σκυβαλικός
σκυβάλισμα
σκυβαλισμός
σκύβαλον
σκυβαλώδης
Σκυβελίτης
σκυβλίζω
σκυδά
σκυδμαίνω
σκύζα
σκυζάω
σκύζησις
View word page
σκυβάλισμα
σκῠβᾰ/λ-ισμα, ατος, τό,= σκύβαλον, Ps.-Phoc. 156 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκυβάλισμα
Headword (normalized):
σκυβάλισμα
Headword (normalized/stripped):
σκυβαλισμα
IDX:
95237
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95238
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκῠβᾰ/λ-ισμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>,= <span class="foreign greek">σκύβαλον</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1605.tlg001:156" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1605.tlg001:156/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ps.-Phoc.</span> 156 </a>.</div><br><br>'}