Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκουτάριος
σκουτέλλιον
σκούτλα
σκουτλάριος
σκουτλόω
σκούτλωσις
σκουτουλᾶτος
σκριβλίτης
σκρινιάριος
σκρίνιον
σκύβα
σκυβαλίζω
σκυβαλικός
σκυβάλισμα
σκυβαλισμός
σκύβαλον
σκυβαλώδης
Σκυβελίτης
σκυβλίζω
σκυδά
σκυδμαίνω
View word page
σκύβα
σκύβα or σκοῦβα· λάχανον, ἡ λαψάνη, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκύβα
Headword (normalized):
σκύβα
Headword (normalized/stripped):
σκυβα
IDX:
95234
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95235
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκύβα</span> or <span class="orth greek">σκοῦβα·</span> <span class="foreign greek">λάχανον, ἡ λαψάνη</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}