Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκοτωματικός
σκότωσις
σκοῦτα
σκουτάριος
σκουτέλλιον
σκούτλα
σκουτλάριος
σκουτλόω
σκούτλωσις
σκουτουλᾶτος
σκριβλίτης
σκρινιάριος
σκρίνιον
σκύβα
σκυβαλίζω
σκυβαλικός
σκυβάλισμα
σκυβαλισμός
σκύβαλον
σκυβαλώδης
Σκυβελίτης
View word page
σκριβλίτης
σκριβλίτης [λῑ],, a kind of cheese-cake, Chrysipp.Tyan. ap. Ath. 14.647d .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκριβλίτης
Headword (normalized):
σκριβλίτης
Headword (normalized/stripped):
σκριβλιτης
IDX:
95231
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95232
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκριβλίτης</span> [<span class="foreign greek">λῑ],</span>, a kind of cheese-cake, Chrysipp.Tyan. ap. <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0008.tlg001.perseus-grc1:14:647d" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0008.tlg001.perseus-grc1:14.647d/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ath.</span> 14.647d </a>.</div><br><br>'}