Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σκοτισμός
σκοτίτας
σκοτοβινιάω
σκοτοδασυπυκνόθριξ
σκοτόδειπνος
σκοτοδινέω
σκοτοδινία
σκοτοδινίασις
σκοτοδινιάω
σκοτόδινος
σκοτοειδής
σκοτόεις
σκοτοεργός
σκοτοιβόρος
σκοτόμαινα
σκοτομαχέω
σκοτομήδης
σκοτομήνη
σκοτομηνία
σκοτοποιός
σκότος
View word page
σκοτοειδής
σκοτο-ειδής
,
ές
,
A).
dark-looking
,
Hsch.
s.v.
ζοφοειδές
.
ShortDef
dark-looking
Debugging
Headword:
σκοτοειδής
Headword (normalized):
σκοτοειδής
Headword (normalized/stripped):
σκοτοειδης
IDX:
95204
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95205
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκοτο-ειδής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">dark-looking</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ζοφοειδές</span> .</div> </div><br><br>'}