Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σκοταρία
σκοτασμός
σκοτάω
σκοτεία
σκοτεινοειδής
σκοτεινολογία
σκοτεινός
σκοτεινότης
σκοτεινώδης
σκοτερός
σκοτεύει
σκοτία
σκοτιαῖος
σκότιας
σκοτίζω
σκοτιοέρεβος
σκότιος
σκοτισμός
σκοτίτας
σκοτοβινιάω
σκοτοδασυπυκνόθριξ
View word page
σκοτεύει
σκοτεύει·
δραπετεύει
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σκοτεύει
Headword (normalized):
σκοτεύει
Headword (normalized/stripped):
σκοτευει
IDX:
95187
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95188
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκοτεύει·</span> <span class="foreign greek">δραπετεύει</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}