Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σκόρπισις
σκορπισμός
σκορπιστής
σκορπιστικός
σκορπῖτις
σκορπιώδης
Σκορπιών
σκορωβροί
σκοτάζω
σκοταῖος
σκοταρία
σκοτασμός
σκοτάω
σκοτεία
σκοτεινοειδής
σκοτεινολογία
σκοτεινός
σκοτεινότης
σκοτεινώδης
σκοτερός
σκοτεύει
View word page
σκοταρία
σκοτ-αρία·
ζόφος, Ἀχαιοί
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σκοταρία
Headword (normalized):
σκοταρία
Headword (normalized/stripped):
σκοταρια
IDX:
95177
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95178
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκοτ-αρία·</span> <span class="foreign greek">ζόφος, Ἀχαιοί</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}