Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκορπέρως
σκορπιαίνομαι
σκορπιακός
σκορπιανός
σκορπίδιον
σκορπίζω
σκορπιόδηκτος
σκορπιοειδής
σκορπιόεις
σκορπίοθεν
σκορπιοκτόνον
σκορπιομάχος
σκορπίον
σκορπιόομαι
σκορπιόπληκτος
σκορπίος
σκορπίουρος
σκορπιοφόρος
σκορπίς
σκόρπισις
σκορπισμός
View word page
σκορπιοκτόνον
σκορπιο-κτόνον, τό,= ἡλιοτρόπιον τὸ μέγα, Ps.- Dsc. 4.190 p.338 Wellm.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκορπιοκτόνον
Headword (normalized):
σκορπιοκτόνον
Headword (normalized/stripped):
σκορπιοκτονον
IDX:
95158
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95159
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκορπιο-κτόνον</span>, <span class="gen greek">τό</span>,= <span class="foreign greek">ἡλιοτρόπιον τὸ μέγα</span>, Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 4.190 </span> <span class="bibl"> p.338 </span> Wellm.</div><br><br>'}