Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκοροδοπανδοκευτριαρτόπωλις
σκοροδόπρασον
σκοροδοπώλης
σκοροδοφαγέω
σκοροδοφαγία
σκοροδόφθαλμος
σκοροδοφόρος
σκοροδόω
σκόρπαινα
σκόρπειος
σκορπέρως
σκορπιαίνομαι
σκορπιακός
σκορπιανός
σκορπίδιον
σκορπίζω
σκορπιόδηκτος
σκορπιοειδής
σκορπιόεις
σκορπίοθεν
σκορπιοκτόνον
View word page
σκορπέρως
σκορπέρως, dub. sens., as emblem on a shield, BCH 2.323 (Delos).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκορπέρως
Headword (normalized):
σκορπέρως
Headword (normalized/stripped):
σκορπερως
IDX:
95148
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95149
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκορπέρως</span>, dub. sens., as emblem on a shield, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BCH</span> 2.323 </span> (Delos).</div><br><br>'}