Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκοροδομάχοι
σκοροδομίμητος
σκόροδον
σκοροδοπανδοκευτριαρτόπωλις
σκοροδόπρασον
σκοροδοπώλης
σκοροδοφαγέω
σκοροδοφαγία
σκοροδόφθαλμος
σκοροδοφόρος
σκοροδόω
σκόρπαινα
σκόρπειος
σκορπέρως
σκορπιαίνομαι
σκορπιακός
σκορπιανός
σκορπίδιον
σκορπίζω
σκορπιόδηκτος
σκορπιοειδής
View word page
σκοροδόω
σκοροδόω, inf. -οῦν· συνουσιάζειν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκοροδόω
Headword (normalized):
σκοροδόω
Headword (normalized/stripped):
σκοροδοω
IDX:
95145
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95146
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκοροδόω</span>, inf. <span class="foreign greek">-οῦν· συνουσιάζειν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}