Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκορδίνημα
σκόρδιον
σκορδοειδής
σκόρδον
σκορδόπρασον
σκορδύλη
σκόρθοι
σκοροδάλμη
σκοροδίζω
σκορόδιον
σκοροδοειδής
σκοροδομάχοι
σκοροδομίμητος
σκόροδον
σκοροδοπανδοκευτριαρτόπωλις
σκοροδόπρασον
σκοροδοπώλης
σκοροδοφαγέω
σκοροδοφαγία
σκοροδόφθαλμος
σκοροδοφόρος
View word page
σκοροδοειδής
σκοροδο-ειδής, ές,
A). v.l. for σκορδο- , Dsc. 3.47 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκοροδοειδής
Headword (normalized):
σκοροδοειδής
Headword (normalized/stripped):
σκοροδοειδης
IDX:
95134
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95135
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκοροδο-ειδής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v.l. for <span class="ref greek">σκορδο-</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 3.47 </span>.</div> </div><br><br>'}