Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκορδᾶτον
σκορδευτής
σκορδίζω
σκορδινάομαι
σκορδίνημα
σκόρδιον
σκορδοειδής
σκόρδον
σκορδόπρασον
σκορδύλη
σκόρθοι
σκοροδάλμη
σκοροδίζω
σκορόδιον
σκοροδοειδής
σκοροδομάχοι
σκοροδομίμητος
σκόροδον
σκοροδοπανδοκευτριαρτόπωλις
σκοροδόπρασον
σκοροδοπώλης
View word page
σκόρθοι
σκόρθοι· τόρνοι σκορωβροί, Hsch. σκόρνος· κόρνος, μυρσίνη τὸ φυτόν, Id. σκορόβυλος· κάνθαρος, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκόρθοι
Headword (normalized):
σκόρθοι
Headword (normalized/stripped):
σκορθοι
IDX:
95130
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95131
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκόρθοι·</span> <span class="foreign greek">τόρνοι σκορωβροί</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">σκόρνος·</span> <span class="foreign greek">κόρνος, μυρσίνη τὸ φυτόν</span>, Id. <span class="orth greek">σκορόβυλος·</span> <span class="foreign greek">κάνθαρος</span>, Id.</div><br><br>'}