Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκολοπενδρώδης
σκολοπηῒς
σκολοπιά
σκολοπίζω
σκολόπιον
σκολοπισμός
σκολοποειδής
σκολοπομαχαίριον
σκολοπώνυμον
σκόλοψ
σκόλυβος
σκόλυθρον
σκόλυθρος
σκόλυμος
σκολυμώδης
σκολύπτω
σκομβρίς
σκόμβρος
σκόμιον
σκονδάμνα
σκόνυζα
View word page
σκόλυβος
σκόλυβος· ὁ ἐσθιόμενος βολβός, Hsch. σκολύβρα· ἡ σκυθρωπή, Id.; cf. σκολοβράω, σκολύφρα.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκόλυβος
Headword (normalized):
σκόλυβος
Headword (normalized/stripped):
σκολυβος
IDX:
95081
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95082
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκόλυβος·</span> <span class="foreign greek">ὁ ἐσθιόμενος βολβός</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">σκολύβρα·</span> <span class="foreign greek">ἡ σκυθρωπή</span>, Id.; cf. <span class="foreign greek">σκολοβράω, σκολύφρα</span>.</div><br><br>'}