Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκολοπένδριον
σκολόπενδρον
σκολοπενδρώδης
σκολοπηῒς
σκολοπιά
σκολοπίζω
σκολόπιον
σκολοπισμός
σκολοποειδής
σκολοπομαχαίριον
σκολοπώνυμον
σκόλοψ
σκόλυβος
σκόλυθρον
σκόλυθρος
σκόλυμος
σκολυμώδης
σκολύπτω
σκομβρίς
σκόμβρος
σκόμιον
View word page
σκολοπώνυμον
σκολοπώνυμον· τὸν στ<αυ>ρώσιμον, Hsch. σκολοφρή· κατακεκαυμένη, Id. σκόλοφρον· θρανίον, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκολοπώνυμον
Headword (normalized):
σκολοπώνυμον
Headword (normalized/stripped):
σκολοπωνυμον
IDX:
95079
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95080
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκολοπώνυμον·</span> <span class="foreign greek">τὸν στ&lt;αυ&gt;ρώσιμον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">σκολοφρή·</span> <span class="foreign greek">κατακεκαυμένη</span>, Id. <span class="orth greek">σκόλοφρον·</span> <span class="foreign greek">θρανίον</span>, Id.</div><br><br>'}