Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκολόπενδρα
σκολοπένδρειος
σκολοπένδριον
σκολόπενδρον
σκολοπενδρώδης
σκολοπηῒς
σκολοπιά
σκολοπίζω
σκολόπιον
σκολοπισμός
σκολοποειδής
σκολοπομαχαίριον
σκολοπώνυμον
σκόλοψ
σκόλυβος
σκόλυθρον
σκόλυθρος
σκόλυμος
σκολυμώδης
σκολύπτω
σκομβρίς
View word page
σκολοποειδής
σκολοπο-ειδής, ές,
A). pointed like a pale, ἄκανθα Dsc. 1.101 .


ShortDef

pointed like a pale

Debugging

Headword:
σκολοποειδής
Headword (normalized):
σκολοποειδής
Headword (normalized/stripped):
σκολοποειδης
IDX:
95077
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95078
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκολοπο-ειδής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">pointed like a pale</span>, <span class="quote greek">ἄκανθα</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 1.101 </span> .</div> </div><br><br>'}