Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκόλλυς
σκολλυφόρος
σκολόπαξ
σκολόπενδρα
σκολοπένδρειος
σκολοπένδριον
σκολόπενδρον
σκολοπενδρώδης
σκολοπηῒς
σκολοπιά
σκολοπίζω
σκολόπιον
σκολοπισμός
σκολοποειδής
σκολοπομαχαίριον
σκολοπώνυμον
σκόλοψ
σκόλυβος
σκόλυθρον
σκόλυθρος
σκόλυμος
View word page
σκολοπίζω
σκολοπ-ίζω,
A). protect by palisades, νησία ἐσκολοπισμένα Stad. 115 .


ShortDef

to impale

Debugging

Headword:
σκολοπίζω
Headword (normalized):
σκολοπίζω
Headword (normalized/stripped):
σκολοπιζω
IDX:
95074
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95075
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκολοπ-ίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">protect by palisades</span>, <span class="quote greek">νησία ἐσκολοπισμένα</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Stad.</span> 115 </span> .</div> </div><br><br>'}