Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκολιοπλόκαμος
σκολιοπόρος
σκολιός
σκολιότης
σκολιόφρων
σκολιόχειλος
σκολιώδης
σκολίωμα
σκολιωπός
σκολίωσις
σκολλέ
σκόλλυς
σκολλυφόρος
σκολόπαξ
σκολόπενδρα
σκολοπένδρειος
σκολοπένδριον
σκολόπενδρον
σκολοπενδρώδης
σκολοπηῒς
σκολοπιά
View word page
σκολλέ
σκολλέ· σκυμμόν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκολλέ
Headword (normalized):
σκολλέ
Headword (normalized/stripped):
σκολλε
IDX:
95063
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95064
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκολλέ·</span> <span class="foreign greek">σκυμμόν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}