Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνταποστέλλω
ἀνταποστρέφω
ἀνταποστροφή
ἀνταποταφρεύω
ἀνταποτειχίζω
ἀνταποτίνω
ἀντάποτος
ἀνταποφαίνω
ἀνταποφέρω
ἀντάποχον
ἀντάπτομαι
ἀνταπωθέω
ἀντάπωσις
ἄνταπ
ἀντάρης
ἀνταριθμέω
ἀνταριθμητέον
ἀνταρκέω
ἀνταρκτικός
ἀνταρσία
ἄνταρσις
View word page
ἀντάπτομαι
ἀντάπτομαι, Ion. for ἀνθάπτομαι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀντάπτομαι
Headword (normalized):
ἀντάπτομαι
Headword (normalized/stripped):
ανταπτομαι
IDX:
9505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-9506
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντάπτομαι</span>, Ion. for <span class="foreign greek">ἀνθάπτομαι.</span> </div><br><br>'}