Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκνίπτω
σκνιφαῖος
σκνιφός
σκνίψ
σκοβαδές
σκοῖδος
ς[κ]οίθης
σκοίκιον
σκοιός
σκοῖπος
σκόλεφραι
σκολιάζω
σκολιαίνομαι
σκολιόβουλος
σκολιόγραπτος
σκολιόδ[ειρ]ος
σκολιοδρόμος
σκολίοθριξ
σκολιόκαυλος
σκόλιον
σκολιόομαι
View word page
σκόλεφραι
σκόλεφραι· κατακεκαυμέναι τὰς τρίχας, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκόλεφραι
Headword (normalized):
σκόλεφραι
Headword (normalized/stripped):
σκολεφραι
IDX:
95041
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95042
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκόλεφραι·</span> <span class="foreign greek">κατακεκαυμέναι τὰς τρίχας</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}