Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκνιπολογέω
σκνιπός
σκνιπός
σκνιποφάγος
σκνίπτω
σκνιφαῖος
σκνιφός
σκνίψ
σκοβαδές
σκοῖδος
ς[κ]οίθης
σκοίκιον
σκοιός
σκοῖπος
σκόλεφραι
σκολιάζω
σκολιαίνομαι
σκολιόβουλος
σκολιόγραπτος
σκολιόδ[ειρ]ος
σκολιοδρόμος
View word page
ς[κ]οίθης
ς[κ]οίθης· διάβολος, Ἀττικοί, λάλος, στωμύλος, Hsch.: cf. σοίθης and ψοίθης.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ς[κ]οίθης
Headword (normalized):
ς[κ]οίθης
Headword (normalized/stripped):
ς[κ]οιθης
IDX:
95037
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95038
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ς[κ]οίθης·</span> <span class="foreign greek">διάβολος, Ἀττικοί, λάλος, στωμύλος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>: cf. <span class="foreign greek">σοίθης</span> and <span class="foreign greek">ψοίθης</span>.</div><br><br>'}