Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σκνήφη
σκνιπαῖος
σκνιπολογέω
σκνιπός
σκνιπός
σκνιποφάγος
σκνίπτω
σκνιφαῖος
σκνιφός
σκνίψ
σκοβαδές
σκοῖδος
ς[κ]οίθης
σκοίκιον
σκοιός
σκοῖπος
σκόλεφραι
σκολιάζω
σκολιαίνομαι
σκολιόβουλος
σκολιόγραπτος
View word page
σκοβαδές
σκοβαδές·
ἔδεσμά τι
,
Hsch.
σκογχούλας·
γογγυσμούς, τονθ<ο>ρυσμούς
, Id.
σκοίδιον
,
τό
,=
σκιάδειον
, Id.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σκοβαδές
Headword (normalized):
σκοβαδές
Headword (normalized/stripped):
σκοβαδες
IDX:
95035
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95036
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκοβαδές·</span> <span class="foreign greek">ἔδεσμά τι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">σκογχούλας·</span> <span class="foreign greek">γογγυσμούς, τονθ<ο>ρυσμούς</span>, Id. <span class="orth greek">σκοίδιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>,= <span class="foreign greek">σκιάδειον</span>, Id.</div><br><br>'}