Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνταποπαίζω
ἀνταπόπαλσις
ἀνταποπέρδω
ἀνταπορέω
ἀνταποστέλλω
ἀνταποστρέφω
ἀνταποστροφή
ἀνταποταφρεύω
ἀνταποτειχίζω
ἀνταποτίνω
ἀντάποτος
ἀνταποφαίνω
ἀνταποφέρω
ἀντάποχον
ἀντάπτομαι
ἀνταπωθέω
ἀντάπωσις
ἄνταπ
ἀντάρης
ἀνταριθμέω
ἀνταριθμητέον
View word page
ἀντάποτος
ἀντάπο-τος· συνδεδεμένος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀντάποτος
Headword (normalized):
ἀντάποτος
Headword (normalized/stripped):
ανταποτος
IDX:
9501
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-9502
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντάπο-τος·</span> <span class="foreign greek">συνδεδεμένος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}