Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκληρόστομος
σκληρόστρακος
σκληροσώματος
σκληρότηρ
σκληρότης
σκληροτράχηλος
σκληρότριχος
σκληροτυχής
σκληρουργία
σκληρουργός
σκληρουχία
σκληροφθαλμία
σκληρόφθαλμος
σκληρόφυής
σκληρόφυλλος
σκληρόψυχος
σκληρόω
σκληρυντικός
σκληρύνω
σκλήρυσμα
σκληρυσμός
View word page
σκληρουχία
σκληρ-ουχία, ,
A). f.l. for σκληροῦ λίαν in J. AJ 8.8.2 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκληρουχία
Headword (normalized):
σκληρουχία
Headword (normalized/stripped):
σκληρουχια
IDX:
95009
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95010
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκληρ-ουχία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">σκληροῦ λίαν</span> in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0526.tlg001.perseus-grc1:8:8:2" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0526.tlg001.perseus-grc1:8:8:2/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">J.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">AJ</span> 8.8.2 </a>.</div> </div><br><br>'}