Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκληροπρόσωπος
σκλῆρος
σκληρός
σκληρόσαρκος
σκληρόστομος
σκληρόστρακος
σκληροσώματος
σκληρότηρ
σκληρότης
σκληροτράχηλος
σκληρότριχος
σκληροτυχής
σκληρουργία
σκληρουργός
σκληρουχία
σκληροφθαλμία
σκληρόφθαλμος
σκληρόφυής
σκληρόφυλλος
σκληρόψυχος
σκληρόω
View word page
σκληρότριχος
σκληρό-τρῐχος, ον,=
A). σκληρόθριξ, πρόβατον Gal. 4.605 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκληρότριχος
Headword (normalized):
σκληρότριχος
Headword (normalized/stripped):
σκληροτριχος
IDX:
95005
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95006
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκληρό-τρῐχος</span>, <span class="itype greek">ον</span>,= <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">σκληρόθριξ, πρόβατον</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 4.605 </span> .</div> </div><br><br>'}