Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκληροπαίκτης
σκληροποιέω
σκληροποιός
σκληρόπους
σκληροπρόσωπος
σκλῆρος
σκληρός
σκληρόσαρκος
σκληρόστομος
σκληρόστρακος
σκληροσώματος
σκληρότηρ
σκληρότης
σκληροτράχηλος
σκληρότριχος
σκληροτυχής
σκληρουργία
σκληρουργός
σκληρουχία
σκληροφθαλμία
σκληρόφθαλμος
View word page
σκληροσώματος
σκληροσώμᾰτος, ον,
A). with a hard body, Alex.Aphr. Pr. 1.120 .


ShortDef

with a hard body

Debugging

Headword:
σκληροσώματος
Headword (normalized):
σκληροσώματος
Headword (normalized/stripped):
σκληροσωματος
IDX:
95001
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-95002
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκληροσώμᾰτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with a hard body</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0732.tlg002:1:120" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0732.tlg002:1.120/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Alex.Aphr.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Pr.</span> 1.120 </a>.</div> </div><br><br>'}