Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκληροκοιτέω
σκληροκοιτία
σκληρόκοκκος
σκληρολέκτης
σκληροπαγής
σκληροπαίκτης
σκληροποιέω
σκληροποιός
σκληρόπους
σκληροπρόσωπος
σκλῆρος
σκληρός
σκληρόσαρκος
σκληρόστομος
σκληρόστρακος
σκληροσώματος
σκληρότηρ
σκληρότης
σκληροτράχηλος
σκληρότριχος
σκληροτυχής
View word page
σκλῆρος
σκλῆρος· νόσημά τι ἀραχνίδων ἐν τοῖς σμήνεσι, πρὸς τὸ σήπεσθαι τὰ κηρία, Hsch.


ShortDef

[lexical cite]

Debugging

Headword:
σκλῆρος
Headword (normalized):
σκλῆρος
Headword (normalized/stripped):
σκληρος
IDX:
94996
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94997
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκλῆρος·</span> <span class="foreign greek">νόσημά τι ἀραχνίδων ἐν τοῖς σμήνεσι, πρὸς τὸ σήπεσθαι τὰ κηρία</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}