Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκληροκέφαλον
σκληρόκηρος
σκληροκοίλιος
σκληροκοιτέω
σκληροκοιτία
σκληρόκοκκος
σκληρολέκτης
σκληροπαγής
σκληροπαίκτης
σκληροποιέω
σκληροποιός
σκληρόπους
σκληροπρόσωπος
σκλῆρος
σκληρός
σκληρόσαρκος
σκληρόστομος
σκληρόστρακος
σκληροσώματος
σκληρότηρ
σκληρότης
View word page
σκληροποιός
σκληρο-ποιός, όν,
A). making hard, hardening, Plu. 2.953c .


ShortDef

making hard, hardening

Debugging

Headword:
σκληροποιός
Headword (normalized):
σκληροποιός
Headword (normalized/stripped):
σκληροποιος
IDX:
94993
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94994
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκληρο-ποιός</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">making hard, hardening</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.953c </span>.</div> </div><br><br>'}