Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκληροκαρδία
σκληροκάρδιος
σκληροκέφαλον
σκληρόκηρος
σκληροκοίλιος
σκληροκοιτέω
σκληροκοιτία
σκληρόκοκκος
σκληρολέκτης
σκληροπαγής
σκληροπαίκτης
σκληροποιέω
σκληροποιός
σκληρόπους
σκληροπρόσωπος
σκλῆρος
σκληρός
σκληρόσαρκος
σκληρόστομος
σκληρόστρακος
σκληροσώματος
View word page
σκληροπαίκτης
σκληρο-παίκτης, ου, ,(παίζω)
A). clown, Hippoloch. ap. Ath. 4.129d (-πέκται cod.).


ShortDef

clown

Debugging

Headword:
σκληροπαίκτης
Headword (normalized):
σκληροπαίκτης
Headword (normalized/stripped):
σκληροπαικτης
IDX:
94991
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94992
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκληρο-παίκτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>,(<span class="etym greek">παίζω</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">clown</span>, Hippoloch. ap. <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0008.tlg001.perseus-grc1:4:129d" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0008.tlg001.perseus-grc1:4.129d/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ath.</span> 4.129d </a> (<span class="foreign greek">-πέκται</span> cod.).</div> </div><br><br>'}