Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκληροειδής
σκλήροθριξ
σκληροκαρδία
σκληροκάρδιος
σκληροκέφαλον
σκληρόκηρος
σκληροκοίλιος
σκληροκοιτέω
σκληροκοιτία
σκληρόκοκκος
σκληρολέκτης
σκληροπαγής
σκληροπαίκτης
σκληροποιέω
σκληροποιός
σκληρόπους
σκληροπρόσωπος
σκλῆρος
σκληρός
σκληρόσαρκος
σκληρόστομος
View word page
σκληρολέκτης
σκληρο-λέκτης, ου, ,
A). harsh-speaking, Sch. Ar. Nu. 1370 .


ShortDef

harsh-speaking

Debugging

Headword:
σκληρολέκτης
Headword (normalized):
σκληρολέκτης
Headword (normalized/stripped):
σκληρολεκτης
IDX:
94989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94990
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκληρο-λέκτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">harsh-speaking</span>, Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg003.perseus-grc1:1370" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg003.perseus-grc1:1370/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ar.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Nu.</span> 1370 </a>.</div> </div><br><br>'}