Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκληροδίαιτος
σκληροειδής
σκλήροθριξ
σκληροκαρδία
σκληροκάρδιος
σκληροκέφαλον
σκληρόκηρος
σκληροκοίλιος
σκληροκοιτέω
σκληροκοιτία
σκληρόκοκκος
σκληρολέκτης
σκληροπαγής
σκληροπαίκτης
σκληροποιέω
σκληροποιός
σκληρόπους
σκληροπρόσωπος
σκλῆρος
σκληρός
σκληρόσαρκος
View word page
σκληρόκοκκος
σκληρό-κοκκος, ον,
A). with hard seeds, ῥόαι Antiph. 59 .


ShortDef

with hard seeds

Debugging

Headword:
σκληρόκοκκος
Headword (normalized):
σκληρόκοκκος
Headword (normalized/stripped):
σκληροκοκκος
IDX:
94988
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94989
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκληρό-κοκκος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with hard seeds</span>, <span class="quote greek">ῥόαι</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0410.tlg001:59" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0410.tlg001:59/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Antiph.</span> 59 </a> .</div> </div><br><br>'}