Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκληρογνώμων
σκληρόδερμος
σκληροδίαιτος
σκληροειδής
σκλήροθριξ
σκληροκαρδία
σκληροκάρδιος
σκληροκέφαλον
σκληρόκηρος
σκληροκοίλιος
σκληροκοιτέω
σκληροκοιτία
σκληρόκοκκος
σκληρολέκτης
σκληροπαγής
σκληροπαίκτης
σκληροποιέω
σκληροποιός
σκληρόπους
σκληροπρόσωπος
σκλῆρος
View word page
σκληροκοιτέω
σκληρο-κοιτέω,(κοίτη)
A). sleep on a hard bed, Hp. Salubr. 4 .


ShortDef

sleep on a hard bed

Debugging

Headword:
σκληροκοιτέω
Headword (normalized):
σκληροκοιτέω
Headword (normalized/stripped):
σκληροκοιτεω
IDX:
94986
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94987
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκληρο-κοιτέω</span>,(<span class="etym greek">κοίτη</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sleep on a hard bed</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg020:4" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg020:4/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hp.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Salubr.</span> 4 </a>.</div> </div><br><br>'}