Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκληρογέως
σκληρογνώμων
σκληρόδερμος
σκληροδίαιτος
σκληροειδής
σκλήροθριξ
σκληροκαρδία
σκληροκάρδιος
σκληροκέφαλον
σκληρόκηρος
σκληροκοίλιος
σκληροκοιτέω
σκληροκοιτία
σκληρόκοκκος
σκληρολέκτης
σκληροπαγής
σκληροπαίκτης
σκληροποιέω
σκληροποιός
σκληρόπους
σκληροπρόσωπος
View word page
σκληροκοίλιος
σκληρο-κοίλιος, ον,
A). costive, Dsc. 5.19 , Aët. 7.10 .


ShortDef

costive

Debugging

Headword:
σκληροκοίλιος
Headword (normalized):
σκληροκοίλιος
Headword (normalized/stripped):
σκληροκοιλιος
IDX:
94985
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94986
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκληρο-κοίλιος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">costive</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 5.19 </span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0718.tlg007:10" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0718.tlg007:10/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aët.</span> 7.10 </a>.</div> </div><br><br>'}