Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκληρόβιος
σκληρογέως
σκληρογνώμων
σκληρόδερμος
σκληροδίαιτος
σκληροειδής
σκλήροθριξ
σκληροκαρδία
σκληροκάρδιος
σκληροκέφαλον
σκληρόκηρος
σκληροκοίλιος
σκληροκοιτέω
σκληροκοιτία
σκληρόκοκκος
σκληρολέκτης
σκληροπαγής
σκληροπαίκτης
σκληροποιέω
σκληροποιός
σκληρόπους
View word page
σκληρόκηρος
σκληρό-κηρος, ον,
A). overlaid with hard wax, δέλτοι Zeno Stoic. 1.67 .


ShortDef

overlaid with hard wax

Debugging

Headword:
σκληρόκηρος
Headword (normalized):
σκληρόκηρος
Headword (normalized/stripped):
σκληροκηρος
IDX:
94984
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94985
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκληρό-κηρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">overlaid with hard wax</span>, <span class="quote greek">δέλτοι</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Zeno Stoic.</span> 1.67 </span> .</div> </div><br><br>'}