Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκληρασία
σκληραύχην
σκληρευνία
σκληρία
σκληρίασις
σκληρόβιος
σκληρογέως
σκληρογνώμων
σκληρόδερμος
σκληροδίαιτος
σκληροειδής
σκλήροθριξ
σκληροκαρδία
σκληροκάρδιος
σκληροκέφαλον
σκληρόκηρος
σκληροκοίλιος
σκληροκοιτέω
σκληροκοιτία
σκληρόκοκκος
σκληρολέκτης
View word page
σκληροειδής
σκληρο-ειδής, ές,
A). of hard nature or kind, Hsch. s.v. ἶπες .


ShortDef

of hard nature

Debugging

Headword:
σκληροειδής
Headword (normalized):
σκληροειδής
Headword (normalized/stripped):
σκληροειδης
IDX:
94979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94980
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκληρο-ειδής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">of hard nature</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">kind</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ἶπες</span> .</div> </div><br><br>'}