Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκληράργιλλος
σκληρασία
σκληραύχην
σκληρευνία
σκληρία
σκληρίασις
σκληρόβιος
σκληρογέως
σκληρογνώμων
σκληρόδερμος
σκληροδίαιτος
σκληροειδής
σκλήροθριξ
σκληροκαρδία
σκληροκάρδιος
σκληροκέφαλον
σκληρόκηρος
σκληροκοίλιος
σκληροκοιτέω
σκληροκοιτία
σκληρόκοκκος
View word page
σκληροδίαιτος
σκληρο-δίαιτος [ῐ],,
A). of a hard, austere way of life, Ph. 2.163 .


ShortDef

of a hard, austere way of life

Debugging

Headword:
σκληροδίαιτος
Headword (normalized):
σκληροδίαιτος
Headword (normalized/stripped):
σκληροδιαιτος
IDX:
94978
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94979
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκληρο-δίαιτος</span> [<span class="foreign greek">ῐ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">of a hard, austere way of life</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:2:163" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:2.163/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ph.</span> 2.163 </a>.</div> </div><br><br>'}