Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκλῆναι
σκληραγωγέω
σκληραγωγία
σκληράργιλλος
σκληρασία
σκληραύχην
σκληρευνία
σκληρία
σκληρίασις
σκληρόβιος
σκληρογέως
σκληρογνώμων
σκληρόδερμος
σκληροδίαιτος
σκληροειδής
σκλήροθριξ
σκληροκαρδία
σκληροκάρδιος
σκληροκέφαλον
σκληρόκηρος
σκληροκοίλιος
View word page
σκληρογέως
σκληρο-γέως, ων,
A). with a hard soil, ἡ ς. (sc. γῆ) Thphr. Fr. 30 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκληρογέως
Headword (normalized):
σκληρογέως
Headword (normalized/stripped):
σκληρογεως
IDX:
94975
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94976
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκληρο-γέως</span>, <span class="itype greek">ων</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with a hard soil</span>, <span class="foreign greek">ἡ ς</span>. (sc. <span class="foreign greek">γῆ</span>) <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0093.tlg010:30" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0093.tlg010:30/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Thphr.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Fr.</span> 30 </a>.</div> </div><br><br>'}